- παμφάγος
- -α, -οαυτός που τρώει και φυτικές και ζωικές τροφές, αυτός που τρώει τα πάντα: Ο άνθρωπος είναι παμφάγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παμφάγος — all devouring masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφάγος — ο (ΑΜ παμφάγος, ον) 1. αυτός που καταβροχθίζει τα πάντα, αδηφάγος («παμφάγος Ἀλκμάν», Αλκμ.) 2. αυτός που καταστρέφει τα πάντα («παμφάγον πῡρ», Ευρ.) 3. αυτός που μπορεί να τρώγει όλες τις τροφές («παμφάγα ζώα» τα ζώα που τρέφονται τόσο με… … Dictionary of Greek
παμφαγώτατον — παμφάγος all devouring masc acc superl sg παμφάγος all devouring neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφάγον — παμφάγος all devouring masc/fem acc sg παμφάγος all devouring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφαγώτατοι — παμφάγος all devouring masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφαγώτερα — παμφάγος all devouring neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφάγα — παμφάγος all devouring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφάγε — παμφάγος all devouring masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφάγοι — παμφάγος all devouring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφάγοις — παμφάγος all devouring masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)